- προεγγύησις
- προεγγῠ-ησις, εως, ἡ,A furnishing security, Milet.3 No.138.6(iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεγγύησις — ήσεως, ἡ, Α [προεγγυῶμαι] η εκ τών προτέρων παροχή εγγύησης … Dictionary of Greek